- ίημα
- ἴημα, τὸ (Α) [ιώμαι]ιων. και επιγρ. τ. τού ίαμα*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἴημα — ἴαμα remedy neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίαμα — το (ΑΜ ἴαμα, Α ιων. τ. ἴημα) μέσο θεραπείας, φάρμακο μσν. αρχ. θεραπεία αρχ. καταπράυνση, κατευνασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιάομαι, ώμαι + κατάλ. μα (πρβλ. θρύλη μα, ποίη μα)] … Dictionary of Greek